- στεφανοποϊκή
- στεφᾰνο-ποϊκή, ἡ (sc. τέχνη),A art of making crowns, Phld.Mus. p.88 K.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στεφανοποϊκή — ἡ, Α [στεφανοποιός] (ενν. τέχνη) η τέχνη κατασκευής στεφάνων … Dictionary of Greek